φρυνίχειος

φρυνίχειος
-ιχεία, -ον, Α [Φρύνιχος]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κωμικό ποιητή Φρύνιχο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φρυνίχειον — φρυνίχειος of masc acc sg φρυνίχειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φρυνίχειον — Φρῡνίχειον , Φρυνίχειος of masc acc sg Φρῡνίχειον , Φρυνίχειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”